Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η περιοχή

См. также в других словарях:

  • περιοχή — a containing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α …   Dictionary of Greek

  • περιοχή — η 1. τόπος, χώρος, περιφέρεια δικαιοδοσίας κάποιου: Αγροτική περιοχή. – Περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης. 2. έκταση γης μικρή ή μεγάλη: Πολλές περιοχές της Ασίας υποφέρουν συχνά από πλημμύρες. 3. χώρος πνευματικής δραστηριότητας, πεδίο: Περιοχή των …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοχῇ — περιοχέομαι to be traversed in all directions pres subj mp 2nd sg περιοχέομαι to be traversed in all directions pres ind mp 2nd sg περιοχή a containing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθιοπική περιοχή — Όρος της ζωολογίας που αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή κατανομής των ζώων, που περιλαμβάνει την αφρικανική ήπειρο (εκτός από τη βόρεια Σαχάρα και τις παραμεσόγειες χώρες), τη Μαδαγασκάρη και τα άλλα αφρικανικά νησιά. Στην περιοχή αυτή ζουν… …   Dictionary of Greek

  • Εβραϊκή Περιοχή — (Yevreyskaya). Αυτόνομη περιοχή (36.000 τ. χλμ., 199.100 κάτ. το 2001) της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1928, προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανακηρύχθηκε αυτόνομη στις 7 Μαΐου 1934. Βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Νότιας Οσετίας, Αυτόνομη Περιοχή — (γεωργ. Shida Kartli , διεθν. South Ossetia). Περιοχή (3.900 τ. χλμ., 359.400 κάτ το 2003) της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας, στις νότιες κατωφέρειες του Μεγάλου Καυκάσου. Πρωτεύουσά της είναι η Τσιχινβάλι (41.600 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Ντολγκάν Νιενιέσκι, Αυτόνομη Περίοχή — Βλ. λ. Ταϊμίρ …   Dictionary of Greek

  • Ορεινού Αλτάι, Αυτόνομη Περιοχή — Βλ. λ. Γκόρνο Αλτάισκ …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»