-
1 περιοχή
[пэриохи] та. Θ. область, округ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιοχή
-
2 местность
ο τόπος, η περιοχή, η τοποθεσία, το μέροςболотистая - ελώδης -, ο βαλτότοποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > местность
-
3 район
районм1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области). -
4 район
-а α.1. περιοχή•промышленный -βιομηχανική περιοχή•
земледельческий район αγροτική περιοχή•
южные -ы страны οι νότιες περιοχές της χώρας•
хлебный район σιτοπαραγωγική περιοχή•
степной район πεδινή περιοχή•
угольный район ανθρακοφόρα περιοχή•
-ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων.
2. επαρχία (ως διοικητική μονάδα). || τμήμα, συνοικία• αχτίδα.3. περιφέρεια. -
5 область
область ж 1) η περιφέρεια. η περιοχή* автономная \область η αυτόνομη περιοχή 2) перен. ο κλάδος, ο τομέας* * *ж1) η περιφέρεια, η περιοχήавтоно́мная о́бласть — η αυτόνομη περιοχή
2) перен. ο κλάδος, ο τομέας -
6 округ
округ м η περιοχή, η περιφέρεια· избирательный \округ η εκλογική περιφέρεια· автономный \округ η αυτόνομη περιοχή* * *мη περιοχή, η περιφέρειαизбира́тельный о́круг — η εκλογική περιφέρεια
автоно́мный о́круг — η αυτόνομη περιοχή
-
7 район
район м 1) (местность) η συνοικία· η περιοχή 2) (админиспгративный) η περιοχή* η αχτίδα (в партийной структуре)* * *м1) ( местность) η συνοικία; η περιοχή2) ( административный) η περιοχή; η αχτίδα ( в партийной структуре) -
8 область
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. περιοχή•северные -и европы οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
|| διοικητική περιοχή•автономная область αυτόνομη περιοχή•
ленинградская область η περιοχή του Λένινγκραντ.
|| (προεπαν.) νομός.2. ζώνη•тропическая область εύκρατη ζώνη •область вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη.
3. (ανατ.) χώρα, χώρος•боль в -и сердца πόνος στην καρδιακή χώρα.
4. τομέας, κλάδος• σφαίρα•область в -и науки и техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής.
εκφρ.отойти в область предания ή воспоминаний и т. п. – ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι. -
9 диапазон
1. (область изменения чего- л.) η εμβέλεια, η περιοχή, η ζώνη, η δέσμηлюбительский - рад. η συχνότητα ερασιτεχνών2. (объём, охват) το φάσμα 3. ав. о φάκελος πτήσης 4. (ошибок) вчт. η περιοχή ή τα περιθώρια των σφαλμάτων 5. муз. η διαπασών (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапазон
-
10 участок
1. (часть земельной площади) το οικόπεδοстроительный - της οικοδομής, το εργοτάξιο2. (часть чего-л.) το τμήμα, η περιοχήлинейный - эл. γραμμικό -- цепи эл. - του κυκλώματος (производственный) η περιοχή (παραγωγής), ο τομέαςτο τμήμα παραγωγής4. (кусок, отрезок чего-л.) το μέρος 5. (область, сфера, отрасль деятельности) о τομέας, ο κλάδος 6. (подразделение чего-л.) το τμήμαизбирательный - το εκλογικό κέντρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участок
-
11 округ
округм ἡ περιοχή, ἡ περιφέρεια:избирательный \округ ἡ ἐκλογική περιφέρεια· национальный \округ ἡ ἐθνική περιοχή· военный \округ ἡ στρατιωτική περιοχή. -
12 территория
территорияж τό ἔδαφος, ἡ περιοχή:\территория страны τό ἔδαφος τής χώρας· \территория школы ἡ περιοχή τοῦ σχολείου· \территория города ἡ περιοχή τής πόλεως. -
13 округ
о/ круг-а α.περιοχή, περιφέρεια•административный округ διοικητική περιοχή•
военный округ στρατιωτική περιοχή•
избирательный округ εκλογική περιφέρεια•
учебный округ εκπαιδευτική περιφέρεια•
судебный округ δικαστική περιφέρεια.
окру/гεπίρ. κ. πρόθ. (παλ. κ. απλ.)βλ. вокруг, кругом. -
14 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
15 область
1. тех. η περιοχή, η ζώνη- высокого барометрического давления - υψηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο αντικυκλώ-νας- допустимого режима - της επιτρεπόμενης λειτουργίας, Ε - ионосферы το στρώμα Ε της ιονόσφαιραςзапрещённая физ. - απαγόρευσης- низкого барометрического давления - των χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο κυκλώνας2. (отрасль знаний, науки и тп.) о τομέας, ο κλάδος 3. анат. η χώρα 4. (часть территории) η περιοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > область
-
16 заповедник
-
17 зона
-
18 край
край м 1) (конец) η άκρη; на краю города στην άκρη της πόλης 2) (страна) о τόπος· родной \край о πατρικός τόπος 3) (область) η περιοχή* * *м1) ( конец) η άκρηна краю́ го́рода — στην άκρη της πόλης
2) ( страна) ο τόποςродно́й край — ο πατρικός τόπος
3) ( область) η περιοχή -
19 лесной
лесной δασικός· δασώδης (покрытый лесом)' \лесной массив о δασότοπος, η δασώδης περιοχή* * *δασικός; δασώδης ( покрытый лесом)лесно́й масси́в — ο δασότοπος, η δασώδης περιοχή
-
20 местность
местность ж о τόπος, η τοποθεσία· дачная \местность η εξοχή· гористая \местность η ορεινή περιοχή* * *жο τόπος, η τοποθεσίαда́чная ме́стность — η εξοχή
гори́стая ме́стность — η ορεινή περιοχή
См. также в других словарях:
περιοχή — a containing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek
περιοχή — η 1. τόπος, χώρος, περιφέρεια δικαιοδοσίας κάποιου: Αγροτική περιοχή. – Περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης. 2. έκταση γης μικρή ή μεγάλη: Πολλές περιοχές της Ασίας υποφέρουν συχνά από πλημμύρες. 3. χώρος πνευματικής δραστηριότητας, πεδίο: Περιοχή των … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιοχῇ — περιοχέομαι to be traversed in all directions pres subj mp 2nd sg περιοχέομαι to be traversed in all directions pres ind mp 2nd sg περιοχή a containing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθιοπική περιοχή — Όρος της ζωολογίας που αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή κατανομής των ζώων, που περιλαμβάνει την αφρικανική ήπειρο (εκτός από τη βόρεια Σαχάρα και τις παραμεσόγειες χώρες), τη Μαδαγασκάρη και τα άλλα αφρικανικά νησιά. Στην περιοχή αυτή ζουν… … Dictionary of Greek
Εβραϊκή Περιοχή — (Yevreyskaya). Αυτόνομη περιοχή (36.000 τ. χλμ., 199.100 κάτ. το 2001) της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1928, προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανακηρύχθηκε αυτόνομη στις 7 Μαΐου 1934. Βρίσκεται στην… … Dictionary of Greek
Νότιας Οσετίας, Αυτόνομη Περιοχή — (γεωργ. Shida Kartli , διεθν. South Ossetia). Περιοχή (3.900 τ. χλμ., 359.400 κάτ το 2003) της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας, στις νότιες κατωφέρειες του Μεγάλου Καυκάσου. Πρωτεύουσά της είναι η Τσιχινβάλι (41.600 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Ντολγκάν Νιενιέσκι, Αυτόνομη Περίοχή — Βλ. λ. Ταϊμίρ … Dictionary of Greek
Ορεινού Αλτάι, Αυτόνομη Περιοχή — Βλ. λ. Γκόρνο Αλτάισκ … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… … Dictionary of Greek